φυγοκεντρικός

φυγοκεντρικός
-ή, -ό, Ν
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην φυγόκεντρη δύναμη ή εκμεταλλεύεται τη φυγόκεντρη δύναμη («φυγοκεντρικό πεδίο»)
2. φρ. α) «φυγοκεντρική στροβιλομηχανή»
(μηχανολ.) κάθε στροβιλομηχανή, λ.χ. στρόβιλος, συμπιεστής ή αντλία, στην οποία η εκροή τού ρευστού συντελείται πάνω σε επίπεδο κάθετο προς τον άξονα περιστροφής και κατά φορά απομάκρυνσης από αυτόν
β) «φυγοκεντρική διαύγαση» ή «φυγοκεντρική καθίζηση»
χημ. ο διαχωρισμός τών φάσεων μίγματος το οποίο υποβάλλεται στη δράση φυγοκεντρικού πεδίου, βάσει τών διαφορετικών πυκνοτήτων τών συστατικών του
γ) «φυγοκεντρική διήθηση»
χημ. ο διαχωρισμός υγράς φάσεως από στερεά με διέλευση τής πρώτης από διηθητικό στοιχείο υπό τη δράση φυγοκεντρικού πεδίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φυγόκεντρος. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στον Α. Σπαθάρη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • φυγοκεντρικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στη φυγόκεντρη δύναμη, που είναι της φυγόκεντρης δύναμης: Φυγοκεντρική αντλία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άλεση — Αναγωγή των στερεών υλικών σε έναν ορισμένο βαθμό λεπτότητας κόκκων, με μηχανική κατεργασία. Με την ά. προετοιμάζονται τα διάφορα υλικά, ώστε να δεχτούν στη συνέχεια ειδικές χημικές κατεργασίες, να μετατραπούν σε εμπορικά προϊόντα, να μεταφερθούν …   Dictionary of Greek

  • ανεμιστήρας — Μηχάνημα που χρησιμεύει για την ανανέωση του αέρα σε κλειστούς χώρους ή για τη δημιουργία ρεύματος αέρα (εξαερισμός κτιρίων και ορυχείων, τροφοδοσία με αέρα και απομάκρυνση των αερίων καύσης από λέβητες και κάμινους, ψύξη τμημάτων μηχανών, ψύξη… …   Dictionary of Greek

  • φυγόκεντρος — η, ο, θηλ. και ος, Ν 1. αυτός που τείνει να απομακρυνθεί από το κέντρο 2. φυγοκεντρικός 3. φρ. «φυγόκεντρη δύναμη» φυσ. φυσικό μέγεθος αναφερόμενο σε ένα σώμα κινούμενο σε κυκλική τροχιά, υποθετική δύναμη που έχει το ίδιο μέγεθος και την ίδια… …   Dictionary of Greek

  • φυγόκεντρος — η, ο 1. αυτός που φεύγει από το κέντρο προς την περιφέρεια, αυτός που έχει την τάση να απομακρύνεται από το κέντρο, ο κεντρόφυγος: Φυγόκεντρη δύναμη. 2. ο φυγοκεντρικός: Φυγόκεντρος ρυθμιστής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”